αγγελικός, -ή, -ό

αγγελικός, -ή, -ό
αγγελικός, -ή, -ό και αγγελίσιος, -ια, -ιο
1. αυτός που αναφέρεται ή ανήκει σε άγγελο.
2. ωραίος σαν άγγελος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀγγελικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγγελικός — ή (και ιά), ό (Α ἀγγελικός, ή, όν) [ἄγγελος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγέλους ή αποτελείται από αυτούς νεοελλ. όμοιος στην όψη με άγγελο, αγγελοκαμωμένος, υπερβολικά όμορφος αρχ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους αγγελιαφόρους… …   Dictionary of Greek

  • ἀγγελικά — ἀγγελικός of neut nom/voc/acc pl ἀγγελικά̱ , ἀγγελικός of fem nom/voc/acc dual ἀγγελικά̱ , ἀγγελικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικῶν — ἀγγελικός of fem gen pl ἀγγελικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικόν — ἀγγελικός of masc acc sg ἀγγελικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικαῖς — ἀγγελικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικαί — ἀγγελικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικοῖς — ἀγγελικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικοῖσι — ἀγγελικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀγγελικοῖσιν — ἀγγελικός of masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”